άσυλο

άσυλο
Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός του περιορίζεται από διεθνείς συμβάσεις. Οι συνθήκες έκδοσης, για παράδειγμα, υποχρεώνουν το κράτος να παραδώσει τα άτομα που βρίσκονται στο έδαφός του τα οποία διώκονται ή έχουν καταδικαστεί για ορισμένες εγκληματικές πράξεις στη χώρα από την οποία προέρχονται. Η σχετική με τη νομική κατάσταση των προσφύγων συνθήκη (που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951) επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη να μην εκδίδουν τους πρόσφυγες σε χώρες όπου η ζωή τους ή η ελευθερία «θα απειλούνταν εξαιτίας της φυλής τους, της θρησκείας τους, της υπηκοότητάς τους, εξαιτίας του ότι ανήκουν σε μια ορισμένη κοινωνική ομάδα ή των πολιτικών τους ιδεών». Αλλά και θετικά μέτρα πρόνοιας (κατοικία, εργασία) προβλέπονται υπέρ των προσφύγων, όπως π.χ. στην ελληνική νομοθεσία. Πολλά σύγχρονα συντάγματα αναγνωρίζουν και προστατεύουν το δικαίωμα α. Το δικαίωμα πολιτικού α. διακηρύσσεται εξάλλου από το άρθρο 14 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών της 10ης Δεκεμβρίου 1948. Σε πολλές περιπτώσεις, το ά. προστατεύεται στην πράξη και όταν δεν έχει ρητά νομοθετηθεί στο σύνταγμα ή στη συνήθη νομοθεσία. Κατοχυρώνεται επίσης και από κάθε voμολογία, η οποία αναγνωρίζει και υπέρ των αλλοδαπών το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, πράγμα που σημαίνει ότι περιορίζει αντίστοιχα το δικαίωμα έκδοσης και το δικαίωμα απέλασης από το κράτος στο οποίο έχει καταφύγει ο αλλοδαπός. Περισσότερο συγκεκριμένο γίνεται όμως το δικαίωμα α., όταν στις διεθνείς συνθήκες που αφορούν στην έκδοση εγκληματιών προβλέπεται ρητά ότι εξαιρούνται της έκδοσης τα πολιτικά αδικήματα. Με τη Συνθήκη του Σένγκεν (βλ. λ.) ρυθμίστηκαν και θέματα α. για τις χώρες που υπέγραψαν τη συνθήκη (1985-90). θρησκευτικό ά. Στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα παραχωρούσαν ά. σε οποιονδήποτε ζητούσε καταφύγιο σε ιερό τόπο, πιστεύοντας ότι η προστασία που παρείχε η θεότητα στον τόπο αυτό που τον είχε διαλέξει για κατοικία της κάλυπτε και τον ίδιο. Στην εβραϊκή νομοθεσία η έννοια του α. ήταν μάλλον περιορισμένη (αφορούσε μόνο στους ακούσιους φόνους). Συνέχεια του ελληνορωμαϊκού α., αλλά με αρκετές διαφορές που έγιναν μεγαλύτερες με τον χρόνο, αποτέλεσαν τα προσφυγεία της βυζαντινής περιόδου, στα οποία περιλαμβάνονταν οι ναοί, οι μονές και οι γύρω τους εξαρτημένοι χώροι. Την προστασία του α. απολάμβαναν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, υπόδικοι ή κατάδικοι και για όλα τα αδικήματα (τουλάχιστον από την εποχή της Εκλογής Νόμων των Ισαύρων και έπειτα)· οι πρόσφυγες είχαν δικαίωμα παραμονής και διατροφής. Προβλέπονταν βαριές κυρώσεις κατά των παραβατών του δικαιώματος του α., οι οποίες όμως με την πάροδο του χρόνου έγιναν ελαφρύτερες. Το εκκλησιαστικό ά. θεωρείτο γενικά από τον 4o αι. μ.Χ. και ύστερα ως μέσο απαλλαγής του ενόχου από τη σκληρότητα ιδίως των σωματικών ποινών και προσφοράς σε αυτόν της δυνατότητας μετάνοιας και διάσωσης της ψυχής του. Η σημασία του ήταν συνεπώς αρκετά διαφορετική από την έννοια που έδιναν στο απαραβίαστο του α. κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Το δικαίωμα α. στις εκκλησίες και σε άλλους ιερούς τόπους ατόνησε σιγά-σιγά στους νεότερους χρόνους. Η Καθολική Εκκλησία κατάργησε το δικαίωμα και τυπικά το 1850. Ά. αποκαλούνται συνήθως και τα φιλανθρωπικά ή και νοσηλευτικά ιδρύματα που δέχονται μόνιμους τροφίμους. ά. της κατοικίας. Όρος που αναφέρεται στην κατά το Σύνταγμα προστασία ενός από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, τόσο στην ατομική ή την οικογενειακή του ζωή όσο και στη δραστηριότητά του μέσα στο σύνολο. Το δικαίωμα αυτό, που έχει τις ρίζες του στις φιλελεύθερες επαναστάσεις του 17ου και 18ου αι.(αγγλικές, γαλλική), αναγνωρίστηκε από τα περισσότερα νεότερα συντάγματα και θεωρείται αναγκαία προέκταση της προσωπικής ελευθερίας και ασφαλείας. Το διακήρυξαν επίσης η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (άρθρο 12) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Σύμβαση της Ρώμης, άρθρο 8). Το ά. της κατοικίας το περιέλαβαν όλα τα ελληνικά συντάγματα. Ως κατοικία χαρακτηρίζεται στην περίπτωση αυτή και -θεωρείται απαραβίαστη- κάθε περίφρακτος χώρος που δεν είναι δημόσιος, δηλαδή κάθε μόνιμο ή προσωρινό κατάλυμα, σπίτι, επαγγελματική στέγη, δωμάτιο ξενοδοχείου, σπίτι-όχημα, με την προϋπόθεση ότι στον χώρο αυτό δεν είναι ελεύθερη η είσοδος στον καθένα, έστω και με την πληρωμή εισιτηρίου, εφόσον δηλαδή πρόκειται για ιδιωτικό ενδιαίτημα. Σε αυτούς τους χώρους δεν επιτρέπεται στα όργανα του κράτους οποιασδήποτε κατηγορίας ή ιεραρχίας να κάνουν έρευνες κάθε είδους παρά μόνον «ότε και όπως ο νόμος ορίζει». Τις διατυπώσεις εισόδου σε κατοικία, σύμφωνα με την παραπάνω έννοια, καθορίζουν πολλές διατάξεις του ΚΠΔ καθώς και των αστυνομικών κανονισμών. Πλοίο με μετανάστες από την Αφρική σε αναζήτηση ασύλου και αβέβαιου μέλλοντος.
* * *
το (AM ἄσυλον)
τόπος ιερός και απαραβίαστος
νεοελλ.
1. τόπος καταφυγής των κυνηγημένων, καταφύγιο
2. φιλανθρωπικό ή νοσηλευτικό ίδρυμα που προορίζεται για στέγαση, διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ. φτωχών, αρρώστων, αναπήρων ή γερόντων
3. φρ. α) «άσυλο κατοικίας» ή «οικογενειακό άσυλο» — η απαγόρευση εισόδου στην κατοικία χωρίς ή παρά τη θέληση του ενοίκου, με εξαιρέσεις όπως ορίζει ο Νόμος και παρουσία δικαστικής αρχής
β) «πολιτικό άσυλο» — το δικαίωμα που παραχωρείται σ' έναν αλλοδαπό να εισέλθει και να παραμείνει σε μια χώρα υπό όρους πιο ευνοϊκούς από αυτούς που ισχύουν για άλλους αλλοδαπούς, λόγω κυρίως της πραγματικής αδυναμίας να διαβιώσει στη χώρα της ιθαγένειάς του
γ) «πανεπιστημιακό άσυλο» — ο περιορισμός της διοίκησης να επεμβαίνει και να παίρνει αστυνομικά ή άλλα διοικητικά μέτρα στους πανεπιστημιακούς χώρους χωρίς την άδεια τών πανεπιστημιακών αρχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο του επιθ. άσυλος*, με χρήση ουσιαστικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άσυλο — το 1. ασφαλές, απαραβίαστο καταφύγιο: Το σπίτι μας είναι άσυλο απαραβίαστο. 2. φιλανθρωπικό ίδρυμα: Τα άσυλα, γι αυτούς που υποφέρουν από αγιάτρευτες αρρώστιες, προσφέρουν σπουδαία κοινωνική υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέλμος, Νίκος — (1892 – 1930).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου και ποιητή Νίκου Βογιατζάκη. Νέος ακόμα, φιλοδόξησε να βοηθήσει αποτελεσματικά στην καλλιτεχνική άνοδο και ίδρυσε το Άσυλο Τέχνης (1926), όπου παρουσίαζαν έργα τους γνωστοί αλλά και νέοι ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • εμιγκρέ — ο 1. όρος για τους Γάλλους ευγενείς που έφυγαν από τη Γαλλία και ζήτησαν άσυλο σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες κατά τη γαλλική επανάσταση 2. αυτοεξόριστος, αυτός που έφυγε από την πατρίδα του και ζήτησε πολιτικό άσυλο στο εξωτερικό από αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Αιαντίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τυράννου της Λαμψάκου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίππαρχου, πάντρεψε την κόρη του Αρχεδίκη με τον Α., γιατί προέβλεπε τηνπτώση του και ήθελε να… …   Dictionary of Greek

  • Ασυλαίος — Ἀσυλαῑος, α, ον (Α) [συλώ] φρ. «ἱερὸν Θεοῡ Ἀσυλαίου» ιερό του θεού που παρέχει άσυλο, που προστατεύει τους ικέτες …   Dictionary of Greek

  • Πυθών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”